- βρογχοστένωση
- ηστένωση του αυλού κάποιου βρόγχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρογχοστένωση — η (ιατρ.), στένωση των βρόγχων: Πάσχει από δύσπνοια επειδή έχειβρογχοστένωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόγχος — ο (AM βρόγχος) συνήθως στον πληθ. τμήμα του αναπνευστικού συστήματος, συνέχεια της τραχείας με δύο κύριους κλάδους και πλήθος αεροφόρους σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς συνδέεται με το *βρόχω «καταπίνω, ρουφώ» (πρβλ. απρμφ. «βρόξαι… … Dictionary of Greek